- ὁμόνομος
- ὁμόνομοςunder the same lawsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόνομος — (I) ὁμόνομος, ον (Α) αυτός που διέπεται από τους ίδιους νόμους ή αυτός που υπακούει στους ίδιους νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νομος*]. (II) ὁμόνομος, ον (Α) αυτός που νέμεται, που βόσκει μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νομός /… … Dictionary of Greek
ὁμόνομον — ὁμόνομος under the same laws masc/fem acc sg ὁμόνομος under the same laws neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόνομοι — ὁμόνομος under the same laws masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek